Terms and text shown below represent Eva’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
Money paid by one spouse to another after divorce.
Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον ένα σύζυγο στον άλλο μετά την έκδοση διαζυγίου.
Condition of a company or person unable to bay due debts.
Κατάσταση κατά την οποία ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο αδυνατεί να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του.
Civil disagreement which is not dealt with in court.
Διαφωνία αστικού χαρακτήρα η οποία δεν επιλύεται από τo δικαστήριο.
Consious disobedience of the judicial process, e.g. not appearing as a witness when called and without informing the court.
Συνειδητή απείθεια προς το δικαστήριο και την όλη δικαστική διαδικασία, π.χ. μη εμφάνιση του μάρτυρα που έχει κληθεί, χωρίς ενημέρωση του δικαστηρίου. ...
Dispute resolution bypassing legal action, e.g. through mediation or arbitration. Parties which insist on legal action, not using ADR, may face sanctions from the witnessing judge.
Μέθοδος επίλυσης διαφορών κατά παράκαμψη της δικαστικής οδού, για παράδειγμα μέσω διαμεσολάβησης ή διαιτησίας. Τα μέρη που επιμένουν στην προσφυγή στα δικαστήρια, χωρίς να κάνουν χρήση των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών, μπορεί να αντιμετωπίσουν ...
Lawyer qualified to represent clients in all courts. A member of the bar.
Πρόσωπο που μπορεί να παρίσταται προς εκπροσώπηση των πελατών του σε δικαστήρια κάθε βαθμού. Μέλος ενός δικηγορικού συλλόγου.
Form of ADR whereby both parties agree to use impartial and independent arbitrator to make a binding decision on the matter being disputed. The claimant is usually restricted from taking the case to court following arbitration proceedings.
Εναλλακτική μέθοδος επίλυσης διαφορών δυνάμει της οποίας και τα δύο μέρη συμφωνούν να απευθυνθούν σε κάποιον αντικειμενικό και ουδέτερο διαιτητή για να αποφασίσει δεσμευτικά επί του θέματος για το οποίο διαφωνούν. Μετά από μια διαιτητική διαδικασία ο αιτών ...
Wherby an individual or organization is insolvent, i.e. not able to meet the dues on their loans, leading to their assets being liquidated and distributed to creditors.
Χρεοκοπία ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, με την έννοια της αδυναμίας εξόφλησης των οφειλών του, η οποία οδηγεί στη ρευστοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων και στην διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης στους δανειστές ...
The obligation to perform an act, as put into writing.
Η υποχρέωση προς πράξη, βάσει γραπτής συμφωνίας.
An individual with specialized knowledge able to give relevant evidence during a trial.
Πρόσωπο με εξειδικευμένες γνώσεις, που μπορεί να καταθέσει πάνω στους τομείς της ειδίκευσής του κατά τη διάρκεια μιας δίκης.