Terms and text shown below represent Eva’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
deponent-person giving evidence by written statement at court, or at police
Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες μέσω γραπτής κατάθεσης στο δικαστήριο ή στην αστυνομία
When the claimant decides not to continue with the case.
Όταν ο αιτών αποφασίζει να μην συνεχίσει την υπόθεση.
Dispute resolution bypassing legal action, e.g. through mediation or arbitration. Parties which insist on legal action, not using ADR, may face sanctions from the witnessing judge.
Μέθοδος επίλυσης διαφορών κατά παράκαμψη της δικαστικής οδού, για παράδειγμα μέσω διαμεσολάβησης ή διαιτησίας. Τα μέρη που επιμένουν στην προσφυγή στα δικαστήρια, χωρίς να κάνουν χρήση των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών, μπορεί να αντιμετωπίσουν ...
Civil disagreement which is not dealt with in court.
Διαφωνία αστικού χαρακτήρα η οποία δεν επιλύεται από τo δικαστήριο.
official document from the USPTO evidencing that a mark has been registered.
επίσημο έγγραφο του Γραφείου Ευρεσιτεχνιών και Εμπορικών Σημάτων των ΗΠΑ που αποδεικνύει ότι ένα σήμα έχει καταχωρηθεί.
Wherby an individual or organization is insolvent, i.e. not able to meet the dues on their loans, leading to their assets being liquidated and distributed to creditors.
Χρεοκοπία ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, με την έννοια της αδυναμίας εξόφλησης των οφειλών του, η οποία οδηγεί στη ρευστοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων και στην διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης στους δανειστές ...
Form of ADR whereby both parties agree to use impartial and independent arbitrator to make a binding decision on the matter being disputed. The claimant is usually restricted from taking the case to court following arbitration proceedings.
Εναλλακτική μέθοδος επίλυσης διαφορών δυνάμει της οποίας και τα δύο μέρη συμφωνούν να απευθυνθούν σε κάποιον αντικειμενικό και ουδέτερο διαιτητή για να αποφασίσει δεσμευτικά επί του θέματος για το οποίο διαφωνούν. Μετά από μια διαιτητική διαδικασία ο αιτών ...
Application made by the condemned/losing party to a higher court to review the decision made by the lower court or tribunal.
Προσφυγή του διαδίκου που ηττήθηκε στο ανώτερο δικαστήριο προκειμένου να επανεξετασθεί η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου.
Money paid by one spouse to another after divorce.
Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον ένα σύζυγο στον άλλο μετά την έκδοση διαζυγίου.
A final, binding order from court, e.g. to dissolve a marriage.
Η οριστική και δεσμευτική δικαστική απόφαση που λύνει το γάμο.