portrait

Eva Angelopoulou

Antwerp, Belgium

Translate From: English (EN)

Translate To: Greek (EL)

317

Words Translated

0

Terms Translated

Eva’s Selected Translation Work

Terms and text shown below represent Eva’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.

English (EN)bankrupt

Wherby an individual or organization is insolvent, i.e. not able to meet the dues on their loans, leading to their assets being liquidated and distributed to creditors.

Greek (EL)πτώχευση

Χρεοκοπία ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, με την έννοια της αδυναμίας εξόφλησης των οφειλών του, η οποία οδηγεί στη ρευστοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων και στην διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης στους δανειστές ...

Legal services; Bankruptcy

English (EN)alimony

Money paid by one spouse to another after divorce.

Greek (EL)διατροφή

Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον ένα σύζυγο στον άλλο μετά την έκδοση διαζυγίου.

Legal services; Family & divorce

English (EN)deponent

deponent-person giving evidence by written statement at court, or at police

Greek (EL)μάρτυρας

Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες μέσω γραπτής κατάθεσης στο δικαστήριο ή στην αστυνομία

Legal services; General law

English (EN)decree absolute

A final, binding order from court, e.g. to dissolve a marriage.

Greek (EL)διαζευκτήριο

Η οριστική και δεσμευτική δικαστική απόφαση που λύνει το γάμο.

Legal services; Family & divorce

English (EN)exhibit

An item used in evidence during a trial or hearing.

Greek (EL)τεκμήριο, σχετικό

Αποδεικτικό μέσο που χρησιμοποιείται κατά την διάρκεια της δίκης ή της ακροαματικής διαδικασίας.

Legal services; Legal aid (criminal)

English (EN)disclosure

In a civil case, evidence and documents which parties intend to use in court must be disclosed to the other party.

Greek (EL)κοινοποίηση

Σε μια αστική υπόθεση τα αποδεικτικά στοιχεία και τα έγγραφα τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν από τους διαδίκους πρέπει να κοινοποιηθούν/γνωστοποιηθούν στον ...

Legal services; General law

English (EN)dispute

Civil disagreement which is not dealt with in court.

Greek (EL)διαφορά

Διαφωνία αστικού χαρακτήρα η οποία δεν επιλύεται από τo δικαστήριο.

Legal services; ADR & mediation

English (EN)contempt of court

Consious disobedience of the judicial process, e.g. not appearing as a witness when called and without informing the court.

Greek (EL)περιφρόνηση του δικαστηρίου

Συνειδητή απείθεια προς το δικαστήριο και την όλη δικαστική διαδικασία, π.χ. μη εμφάνιση του μάρτυρα που έχει κληθεί, χωρίς ενημέρωση του δικαστηρίου. ...

Legal services; Legal aid (criminal)

English (EN)discontinuance

When the claimant decides not to continue with the case.

Greek (EL)διακοπή (δίκης)

Όταν ο αιτών αποφασίζει να μην συνεχίσει την υπόθεση.

Legal services; General law

English (EN)insolvency

Condition of a company or person unable to bay due debts.

Greek (EL)πτώχευση

Κατάσταση κατά την οποία ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο αδυνατεί να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του.

Legal services; Bankruptcy