Terms and text shown below represent Dimitrios’ contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
Word-of-mouth marketing (WOMM), also called word of mouth advertising, is an unpaid form of promotion—oral or written[1]—in which satisfied customers tell other people how much they like a business, product, service, or event. Word-of-mouth is one of the most ...
To word-of-mouth μάρκετινγκ (WOMM), το οποίο λέγεται επίσης και διαφήμιση word of mouth, είναι μια δωρεάν μορφή προώθησης—προφορική ή γραπτή[1]—κατά την οποία ικανοποιημένοι πελάτες λένε σε άλλους ανθρώπους πόσο πολύ τους άρεσε μια επιχείρηση, ένα προϊόν, μια ...
A model created by Michael E Porter and used to analyze the five forces that affect a business: buyers, suppliers, substitutes, new entrants and rivals.
Μοντέλο που ανέπτυξε ο Michael E. Porter και χρησιμοποιείται στην ανάλυση των πέντε δυνάμεων οι οποίες επηρεάζουν μια επιχείρηση: της διαπραγματευτικής δύναμης των αγοραστών, της διαπραγματευτικής δύναμης των προμηθευτών, της απειλής από υποκατάστατα προϊόντα ...
Includes everything from hiring minority workers to making safe products, minimizing pollution, using energy wisely, and providing a safe work environment.
Περιλαμβάνει τα πάντα, από την πρόσληψη εργαζομένων μειονοτήτων έως την διασφάλιση της ασφάλειας των προϊόντων, την ελαχιστοποίηση της ρύπανσης, τη συνετή χρήση ενέργειας και την παροχή ενός ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος. ...
a portion of a certificate, ticket, label, advertisement, or the like, set off from the main body by dotted lines or the like to emphasize its separability, entitling the holder to something, as a gift or discount, or for use as an order blank, a contest ...
τμήμα ενός πιστοποιητικού, εισιτηρίου, ετικέτας, διαφήμισης, ή άλλου παρόμοιου αντικειμένου, το οποίο ξεχωρίζει από το κύριο σώμα με διακεκομμένες γραμμές ή κάτι παρόμοιο, ώστε να είναι ευδιάκριτο ότι μπορεί να αποκολληθεί και να χρησιμοποιηθεί ξεχωριστά, και ...
A Canadian management theorist (1939–), best known for his empirical observations of managers at work, highlighting the differences between what they are supposed to do, or what they think they do and what they actually do.
Καναδός θεωρητικός του μάνατζμεντ (1939–), γνωστός για την εμπειρική του παρατήρηση στους μάνατζερ στο χώρο εργασίας, με ιδιαίτερη έμφαση στις διαφορές ανάμεσα στο τι πρέπει να κάνουν, το τι νομίζουν ότι κάνουν και το τι κάνουν στην πραγματικότητα. ...
A branch of anthropology that is concerned with measuring human physical characteristics. It is used in a workplace environment when the nature of human size, shape and movement is of particular concern to ergonomics.
Κλάδος της ανθρωπολογίας που ασχολείται με τη μέτρηση της ανθρωπίνων φυσικών χαρακτηριστικών. Χρησιμοποιείται σε ένα περιβάλλον εργασίας, όταν η φύση του ανθρώπινου μεγέθους, του σχήματος και της κίνησης είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την εργονομία. ...
A business organization, usually comprising a group of companies, with diverse and often unrelated financial interests but sometimes trading under the one name.
Επιχειρηματικός οργανισμός, ο οποίος συνήθως αποτελείται από ομάδα εταιρειών, με διαφορετικά και συχνά άσχετα οικονομικά συμφέροντα οι οποίες όμως ορισμένες φορές λειτουργούν με κοινή ...
A business strategy which seeks competitive advantage by being first into a new market. See firstmover advantage.
Επιχειρησιακή στρατηγική που στοχεύει στην απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος μιας επιχείρησης με την είσοδό της ως πρώτη σε μια νέα αγορά. Βλέπε πλεονέκτημα πρωτοπόρου. ...
Blog + stalker = blawker. Someone that regularly checks in on a limited number of choice blogs that they are fans of, often without leaving comments but with high appreciation for the blog content.
Blog + stalker (αθέατος θαυμαστής) = blawker. Κάποιος ο οποίος ελέγχει συχνά έναν περιορισμένο αριθμό μπλογκ της επιλογής του των οποίων είναι οπαδός, συχνά χωρίς να αφήνει σχόλια, όμως με μεγάλο θαυμασμό για το περιεχόμενο των ...
The ways in which a market for any product or service can bedefined or segmented.
Οι τρόποι με τους οποίους ορίζονται τα όρια ή ο κερματισμός μιας αγοράς για οποιοδήποτε προϊόν ή υπηρεσία.