Terms and text shown below represent Dimitrios’ contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
A calculation of the number of times a target audience is exposed to an advertising message during a given period.
Ο υπολογισμός του αριθμού των εκθέσεων ενός κοινού-στόχου σε ένα διαφημιστικό μήνυμα κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου.
Includes everything from hiring minority workers to making safe products, minimizing pollution, using energy wisely, and providing a safe work environment.
Περιλαμβάνει τα πάντα, από την πρόσληψη εργαζομένων μειονοτήτων έως την διασφάλιση της ασφάλειας των προϊόντων, την ελαχιστοποίηση της ρύπανσης, τη συνετή χρήση ενέργειας και την παροχή ενός ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος. ...
A business strategy which seeks competitive advantage by being first into a new market. See firstmover advantage.
Επιχειρησιακή στρατηγική που στοχεύει στην απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος μιας επιχείρησης με την είσοδό της ως πρώτη σε μια νέα αγορά. Βλέπε πλεονέκτημα πρωτοπόρου. ...
Blog + stalker = blawker. Someone that regularly checks in on a limited number of choice blogs that they are fans of, often without leaving comments but with high appreciation for the blog content.
Blog + stalker (αθέατος θαυμαστής) = blawker. Κάποιος ο οποίος ελέγχει συχνά έναν περιορισμένο αριθμό μπλογκ της επιλογής του των οποίων είναι οπαδός, συχνά χωρίς να αφήνει σχόλια, όμως με μεγάλο θαυμασμό για το περιεχόμενο των ...
In the fields of strategic management, marketing strategy and operational strategy, the digital strategist role is processing of specifying an organization's vision, goals, opportunities and initiatives in order to maximize the business benefits digital ...
Στα πεδία του στρατηγικού μάνατζμεντ, της στρατηγικής μάρκετινγκ και της επιχειρησιακής στρατηγικής, ο digital strategist παίζει ρόλο στη λειτουργία του προσδιορισμού του οράματος, των στόχων, των ευκαιριών και των πρωτοβουλιών του οργανισμού, προκειμένου να ...
A business organization, usually comprising a group of companies, with diverse and often unrelated financial interests but sometimes trading under the one name.
Επιχειρηματικός οργανισμός, ο οποίος συνήθως αποτελείται από ομάδα εταιρειών, με διαφορετικά και συχνά άσχετα οικονομικά συμφέροντα οι οποίες όμως ορισμένες φορές λειτουργούν με κοινή ...
A Canadian management theorist (1939–), best known for his empirical observations of managers at work, highlighting the differences between what they are supposed to do, or what they think they do and what they actually do.
Καναδός θεωρητικός του μάνατζμεντ (1939–), γνωστός για την εμπειρική του παρατήρηση στους μάνατζερ στο χώρο εργασίας, με ιδιαίτερη έμφαση στις διαφορές ανάμεσα στο τι πρέπει να κάνουν, το τι νομίζουν ότι κάνουν και το τι κάνουν στην πραγματικότητα. ...
Boko Haram is Nigeria's militant Islamist group. The group's official name is Jama'atu Ahlis Sunna Lidda'awati wal-Jihad, which in Arabic means "People Committed to the Propagation of the Prophet's Teachings and Jihad", but the nickname Boko Haram can be ...
Η Μπόκο Χαράμ είναι ισλαμιστική οργάνωση μαχητών στη Νιγηρία. Η επίσημη ονομασία της οργάνωσης είναι Γιαμάτου Άλις Σούνα Λινταουάτι Ουάλ-Τζιχάντ, το οποίο στα Αραβικά σημαίνει «Άνθρωποι αφιερωμένοι στη διάδοση της διδασκαλίας του Προφήτη και της Τζιχάντ», ...
The ways in which a market for any product or service can bedefined or segmented.
Οι τρόποι με τους οποίους ορίζονται τα όρια ή ο κερματισμός μιας αγοράς για οποιοδήποτε προϊόν ή υπηρεσία.
Word-of-mouth marketing (WOMM), also called word of mouth advertising, is an unpaid form of promotion—oral or written[1]—in which satisfied customers tell other people how much they like a business, product, service, or event. Word-of-mouth is one of the most ...
To word-of-mouth μάρκετινγκ (WOMM), το οποίο λέγεται επίσης και διαφήμιση word of mouth, είναι μια δωρεάν μορφή προώθησης—προφορική ή γραπτή[1]—κατά την οποία ικανοποιημένοι πελάτες λένε σε άλλους ανθρώπους πόσο πολύ τους άρεσε μια επιχείρηση, ένα προϊόν, μια ...