Terms and text shown below represent Georgia’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
Lighting is the deliberate application of light to achieve some aesthetic or practical effect. Lighting includes use of both artificial light sources such as lamps and natural illumination of interiors from daylight.
Ο φωτισμός είναι η εσκεμμένη εφαρμογή του φωτός με σκοπό να επιτευχθεί κάποιο αισθητικό ή πρακτικό αποτέλεσμα. Ο φωτισμός περιλαμβάνει τη συνδυασμένη χρήση τεχνιτών πηγών φωτός όπως λάμπες, αλλά και τον φυσικό φωτισμό των εσωτερικών χώρων από το φυσικό ...
Commercial organisation that provides a set of services in architecture. It oftens gathers several architects.
Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες.
An office is generally a room or other area in which people work, but may also denote a position within an organization with specific duties attached to it.
Ένα γραφείο είναι γενικά ένα δωμάτιο ή άλλος χώρος στον οποίο εργάζονται οι άνθρωποι, αλλά μπορεί επίσης να σηματοδοτεί μια θέση σε κάποιο οργανισμό που συνδέεται με συγκεκριμένα καθήκοντα. ...
1. The act of improving by renewing and restoring 2. The state of being restored to its former good condition.
1. Η πράξη της βελτίωσης μέσω της ανανέωσης και της αποκατάστασης 2. Η κατάσταση επαναφοράς στην πρότερη καλή κατάσταση.
special procedure for generating competing offers from different bidders looking to obtain an award of business activity in architecture, design, town-planning or landscape architecture.
Ειδική διαδικασία για την υποβολή ανταγωνιστικών προσφορών από διαφορετικούς υποψηφίους που επιθυμούν να εκτελέσουν μια επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα της αρχιτεκτονικής, του σχεδιασμού, της πολεοδομίας ή της αρχιτεκτονικής ...
A builder specialised in making roofs, footings and outer weatherproof skin, as found on most domestic architecture.
Ένας οικοδόμος που ειδικεύεται στην κατασκευή στεγών, σκελετού και εξωτερικού πετσώματος, που έχουν εφαρμογή στην αρχιτεκτονική κατοικιών.
Siding is the outer covering or cladding of a house meant to shed water and protect from the effects of weather. On a building that uses siding, it may act as a key element in the aesthetic beauty of the structure and directly influence its property value.
Πέτσωμα είναι το εξωτερικό περίβλημα ή η επένδυση ενός σπιτιού που έχει ως στόχο να απομακρύνει το νερό και να προστατεύει από τις επιπτώσεις του καιρού. Σε ένα κτήριο που χρησιμοποιείται πέτσωμα, μπορεί να λειτουργεί ως βασικό αισθητικό στοιχείο της ...
Religious architecture (also known as sacred architecture) is concerned with the design and construction of places of worship and/or sacred or intentional space, such as churches, mosques, stupas, synagogues, and temples.
Η θρησκευτική αρχιτεκτονική (επίσης γνωστή ως ιερό αρχιτεκτονική), ασχολείται με το σχεδιασμό και την κατασκευή χώρων λατρείας και/ή ιερό ή ειδικό χώρο, όπως τζαμιά εκκλησίες, stupas, συναγωγές και ...
A worker who has special skills in the building industry. A builder can be mason, electrician, plumber, painter, carpenter...
Ο εργαζόμενος που διαθέτει ειδικές ικανότητες στην οικοδομική βιομηχανία. Ένας οικοδόμος μπορεί να είναι κτίστης, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, μπογιατζής, ξυλουργός ...
Record concerning ownership, possession or other rights in land to provide evidence of title, facilitate transactions and to prevent unlawful disposal, usually edited by a government agency or department.
Μητρώο που καταγράφει την κυριότητα, την κατοχή ή άλλα δικαιώματα σε γη, με σκοπό να αποδεικνύει την κυριότητα, να διευκολύνει τις συναλλαγές και να αποτρέπει την παράνομη διάθεση. Συνήθως εκδίδεται από ένα κυβερνητικό οργανισμό ή ...