portrait

Niki Makarona

London, UK

Translate From: English (EN)

Translate To: Greek (EL)

1,921

Words Translated

0

Terms Translated

Niki’s Selected Translation Work

Terms and text shown below represent Niki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.

English (EN)learning

Acquiring new knowledge, behaviors, skills, values, or preferences and may involve synthesizing different types of information

Greek (EL)μάθηση

Απόκτηση νέων γνώσεων, συμπεριφορών, ικανοτήτων, αξιών, ή προτιμήσεων και μπορεί να περιλαμβάνει διαφορετικά είδη πληροφοριών

Psychology; Psychiatry

English (EN)amnesia

A condition in which memory is disturbed or lost

Greek (EL)αμνησία

Μια κατάσταση στην οποία η μνήμη διαταράσσεται ή χάνεται

Psychology; Psychiatry

English (EN)sandwiches

A sandwich is made up of one or more slices of bread with nutritious filling between them. Any kind of bread,cream or loaf bread, rolls and buns will make a good sandwich. The filling may be slices of cold meat, chopped meat, eggs, chicken, ham and cheese ...

Greek (EL)σάντουιτς

Το σάντουιτς αποτελείται απο μί ή περισσότερες φέτες ψωμιού με θρεπτική γέμιση ανάμεσά τους. Οποιοδήποτε είδος ψωμιού, κρέμας ή ψωμί του τοστ, φραντζολάκι ή κουλουράκι θα κάνουν ένα καλό σάντουιτς. Η γέμιση μπορεί να είναι φέτες από κρύο κρέας, κομμένο κρέας, ...

Snack foods; Sandwiches

English (EN)sensitive skin

A sensitive skin is a thin or a fine-textured skin. It reacts quickly to both heat and cold; therefore, it sunburns and windburns easily. It is commonly dry, delicate and prone to allergic reactions. Temperature changes, some detergents, cosmetics and alcohol ...

Greek (EL)ευαίσθητη επιδερμίδα

Ευαίσθητη επιδερμίδα είναι η λεπτή ή λεπτής υφής επιδερμίδα. Αντιδρά άμεσα και στη ζέστη και στο κρύο, επομένως καίγεται εύκολα και από τον ήλιο και από τον αέρα. Είναι συνήθως ξηρό, εύθραυστο και επιρρεπές σε αλλεργικές αντιδράσεις. Αλλαγές θερμοκρασίας, ...

Cosmetics & skin care; Cosmetics

English (EN)waxing

A method of semi-permanent hair removal which removes the hair from the root. Almost any area of the body can be waxed, including eyebrows, face, bikini area, legs, arms, back, abdomen and feet

Greek (EL)αποτρίχωση με κερί

Μια μέθοδος ημι-μόνιμης αφαίρεσης τριχών που αφαιρεί τις τρίχες από τη ρίζα. Σχεδόν οποιαδήποτε περιοχή του σώματος μπορεί να αποτριχωθεί με κερί, περιλαμβανομένων των βλεφάρων, του προσώπου, της περιοχής του μπικίνι, των ποδιών, χεριών, πλάτης, κοιλιάς και ...

Cosmetics & skin care; Cosmetics

English (EN)Indignants movement

A mass movement that started in Spain in May 2011 to protest against economic injustice as the impact of Spain's deepest economic crisis in decades created record high unemployment and led to a series of government's austerity measures. Relying heavily on ...

Greek (EL)Κίνημα αγανακτισμένων

Μαζικό κίνημα που ξεκίνησε στην Ισπανία τον Μάϊο του 2011 για τη διαμαρτυρία κατά της οικονομικής αδικίας καθώς το αντίκτυπο της μεγαλύτερης για δεκαετίες οικονομικής κρίσης στην Ισπανία δημιούργησε πρωτοφανές ποσοστό ανεργίας και οδήγησε σε μια σειρά από ...

Politics; Protest

English (EN)major depressive disorder

A mental disorder characterized by an all-encompassing low mood accompanied by low self-esteem, and by loss of interest or pleasure in normally enjoyable activities

Greek (EL)μείζων καταθλιπτική διαταραχή

Μια πνευματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη κακή διάθεση συνοδευόμενη από χαμηλή αυτοεκτίμηση και χάζιμο του ενδιαφέροντος ή της ευχαρίστησης από κανονικά διασκεδαστικές δραδτηριότητες ...

Psychology; Psychiatry

English (EN)mascara

A cosmetic commonly used to enhance the eyes. It may darken, thicken, lengthen, and/or define the eyelashes.

Greek (EL)μάσκαρα

Καλλυντικό που χρησιμοποιείται συνήθως για να ενισχύσει τα μάτια. Μπορεί να κάνει πιο σκούρες, πιο παχές, πιο μακριές τις βλεφαρίδες, και/ή να τους δώσει ...

Cosmetics & skin care; Cosmetics

English (EN)stage

The area in a theatre upon which the play is performed. Traditionally a raised platform, but stages can also be at a level below a surrounding audience, as in theatres in the round.

Greek (EL)σκηνή

Ο χώρος σε ένα θέατρο όπου διαδραματίζεται το έργο. Παραδοσιακά μια υπερηψωμένη πλατφόρμα, αν και μπορεί να είναι σε επίπεδο κάτω από το κοινό, όπως στα κυκλικά ...

Performing arts; Theatre

English (EN)eyelid glue

A type of eye make-up used in East Asia designed to change the "monolid" (eyelid without a crease). Eyelid glue is a water-soluble adhesive that can be easily removed.

Greek (EL)κόλλα βλεφάρου

Είδος μέικαπ για τα μάτια που χρησιμοποιείται στην Ανατολική Ασία σχεδιασμένη για να αλλάζει το 'μονό' βλέφαρο (βλέφαρο χωρίς πτυχή). Η κόλλα βλεφάρου είναι διαλυτή στο νερό που μπορεί εύκολα να αφαιρεθεί. ...

Cosmetics & skin care; Cosmetics