Terms and text shown below represent Niki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
A scented ointment, especially one used by men for dressing their hair.
Μια αρωματισμένη αλοιφή, κυρίως χρησιμοποιούμενη από άντρες για τα μαλλιά τους.
A type of makeup used to mask acnes, dark circles and other small blemishes visible on the skin. Unlike foundation, concealers tend to be more heavily pigmented only applied to certain parts, whereas foundation is usually applied to larger areas.
Είδος καλλυντικού που χρησιμοποιείται για να καλύψει την ακμή, τους μαύρους κύκλους και άλλα στίγματα ορατά στο δέρμα. Σε αντίθεση με τη βάση, τα concealer τείνουν να έχουν πιο βαριά σύνθεση και να εφαρμόζονται μόνο σε συγκεκριμένα σημεία, ενώ η βάση συνήθως ...
A mental disorder characterized by a disintegration of the process of thinking and of emotional responsiveness
Μια πνευματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αποσύνθεση της διαδικασίας της σκέψης και της συναισθηματικής ανταπόκρισης
A method of semi-permanent hair removal which removes the hair from the root. Almost any area of the body can be waxed, including eyebrows, face, bikini area, legs, arms, back, abdomen and feet
Μια μέθοδος ημι-μόνιμης αφαίρεσης τριχών που αφαιρεί τις τρίχες από τη ρίζα. Σχεδόν οποιαδήποτε περιοχή του σώματος μπορεί να αποτριχωθεί με κερί, περιλαμβανομένων των βλεφάρων, του προσώπου, της περιοχής του μπικίνι, των ποδιών, χεριών, πλάτης, κοιλιάς και ...
A state of abnormally elevated or irritable mood, arousal, and/ or energy levels
Μια κατάσταση ασυνήθιστα ανεβασμένης ή ευερέθιστης διάθεσης, διέγερσης και/ή επιπέδων ενέργειας
A mass movement that started in Spain in May 2011 to protest against economic injustice as the impact of Spain's deepest economic crisis in decades created record high unemployment and led to a series of government's austerity measures. Relying heavily on ...
Μαζικό κίνημα που ξεκίνησε στην Ισπανία τον Μάϊο του 2011 για τη διαμαρτυρία κατά της οικονομικής αδικίας καθώς το αντίκτυπο της μεγαλύτερης για δεκαετίες οικονομικής κρίσης στην Ισπανία δημιούργησε πρωτοφανές ποσοστό ανεργίας και οδήγησε σε μια σειρά από ...
powder or cream substance, containing color pigments (and possibly light-reflecting materials such as shimmer or glitter) and other ingredients, for application on the eyelid and eye area
σκόνη ή κρεμώδης ουσία, που περιέχει χρωστικές ουσίες (και πιθανώς υλικά που αντανακλούν το φως όπως ιριδίζουσες ουσίες ή γκλίτερ) και άλλα συστατικά, για εφαρμογή στο βλέφαρο και την περιοχή του ...
A cosmetic used to define the eyes. It is applied around the contours of the eye, along and above the edges of the eyelids where the eyelashes grow. Often applied just on the outer half of the eye.
Καλλυντικό που χρησιμοποείται για να δώσει σχήμα στα μάτια. Εφαρμόζεται γύρω από το περίγραμμα των ματιών. κατα μήκος και πάνω από τις άκρες των βλρφάρων όπου βρίσκονται οι βλεφαρίδες. Συχνά εφαρμόζεται μόνο στο εξωτερικό μισό του ...
The art of using language to communicate effectively and persuasively
Η τέχνη του να χρησιμοποιείς τη γλώσσα για να επικοινωνείς αποτελεσματικά και πειστικά
A cosmetic commonly used to enhance the eyes. It may darken, thicken, lengthen, and/or define the eyelashes.
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται συνήθως για να ενισχύσει τα μάτια. Μπορεί να κάνει πιο σκούρες, πιο παχές, πιο μακριές τις βλεφαρίδες, και/ή να τους δώσει ...