Terms and text shown below represent Niki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
Session during which the director works with the cast and crew, preparing a play for production before an audience.
Περίοδος κατά την οποία ο σκηνοθέτης εργάζεται με τους ηθοποιούς και το συνεργείο, προετοιμάζοντας την παραγωγή ενός έργου μπροστά στο ...
A type of eye make-up used in East Asia designed to change the "monolid" (eyelid without a crease). Eyelid glue is a water-soluble adhesive that can be easily removed.
Είδος μέικαπ για τα μάτια που χρησιμοποιείται στην Ανατολική Ασία σχεδιασμένη για να αλλάζει το 'μονό' βλέφαρο (βλέφαρο χωρίς πτυχή). Η κόλλα βλεφάρου είναι διαλυτή στο νερό που μπορεί εύκολα να αφαιρεθεί. ...
The mental process of judging the merits of multiple options and selecting one of them
Η πνευματική διαδικασία της κρίσης των πλεονεκτημάτων πολλαπλών επιλογών και της επιλογής ένος εκ των οποίων
A lacquer applied to human fingernails or toenails to decorate and/or protect the nail plate.
Λούστρο που εφαρμόζεται στα ανθρώπινα νύχια των χεριών και των ποδιών για να στολίζουν και/ή να προστατεύουν το νύχι.
A cream or lotion applied before another cosmetic to improve coverage and lengthen the amount of time the cosmetic lasts on the face.
Κρέμα ή λοσιόν που εφαρμόζεται πριν από οποιοδήποτε καλλυντικό για τη βελτίωση της κάλυψης και την παράταση του χρόνου τησ διάρκειας του καλλυντικού στο ...
An emotion, which typically refers to the negative thoughts and feelings of insecurity, fear, and anxiety over an anticipated loss of something that the person values, such as a relationship, friendship, or love
Ένα συναίσθημα, το οπίο συνήθως αναφέρεται στις αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα ανασφάλειας, φόβου και άγχους για την αναμενόμενη απώλεια κάτι σημαντικού για κάποιον, όπως μιας σχέσης, φιλίας ή ...
Acquiring new knowledge, behaviors, skills, values, or preferences and may involve synthesizing different types of information
Απόκτηση νέων γνώσεων, συμπεριφορών, ικανοτήτων, αξιών, ή προτιμήσεων και μπορεί να περιλαμβάνει διαφορετικά είδη πληροφοριών
A cosmetic commonly used to enhance the eyes. It may darken, thicken, lengthen, and/or define the eyelashes.
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται συνήθως για να ενισχύσει τα μάτια. Μπορεί να κάνει πιο σκούρες, πιο παχές, πιο μακριές τις βλεφαρίδες, και/ή να τους δώσει ...
A type of social influence that aims to change the perception or behavior of others through underhanded, deceptive, or even abusive tactics
Ένα είδος κοινωνικής επιρροής που στοχεύει να αλλάξει την αντίληψη ή συμπεριφορά άλλων μέσα από ύπουλες, παραπλανητικές ή ακόμη και βίαιες ...
A cosmetic used to enhance the eyes, darken, thicken, lengthen, and/or define the eyelashes.
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τα μάτια, να κάνει πιο σκούρες, πυκνές, μακριές, και/ή να ξεχωρίσειτις βλεφαρίδες.