Terms and text shown below represent Niki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
An emotional state experienced during periods lacking activity or when individuals are uninterested in their surroundings
Μια συναισθηματική κατάσταση που βιώνεται σε περιόδους έλλειψης δραστηριότητας ή όταν υπάρχει έλλειψη ενδιαφέροντος για το περιβάλλον
A cosmetic used to enhance the eyes, darken, thicken, lengthen, and/or define the eyelashes.
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τα μάτια, να κάνει πιο σκούρες, πυκνές, μακριές, και/ή να ξεχωρίσειτις βλεφαρίδες.
An emotion applied to a very strong feeling about a person or thing
Ένα συναίσθημα που ανταποκρίνεται σε ένα πολύ έντονο αίσθημα για κάποιον ή κάτι
property of skin care products, according to claims by manufacturers
ιδιότητα προϊόντων περιποίησης προσώπου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των κατασκευαστών
A skin coloured cosmetic applied to the face to create an even, uniform colour to the complexion, to cover flaws, and, sometimes, to change the natural skintone.
Καλλυντικό χρωματισμού δέρματος που εφαρμόζεται στο πρόσωπο για να δημιουργήσει ένα ομοιόμορφο, ενιαίο χρώμα στην επιδερμίδα, για να καλύψει ατέλειες και, μερικές φορές, για να αλλάξει τον φυσικό τόνο του ...
Also called rouge, is a cosmetic used by women to redden the cheeks, and to emphasize the cheekbones.
Ονομάζεται και ρουζ, είναι ένα καλλυντικό που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες για να κοκινίσουν τα μάγουλά τους, και να τονίζουν τα μήλα ...
The ability of forming mental images, sensations and concepts, in a moment when they are not perceived through sight, hearing or other senses
Η ικανότητα του σχηματισμού πνευματικών εικόνων, αισθήσεων και ιδεών, σε μια στιγμή που δεν γίνονται αντιληπτά μέσα από την όραση, την ακοή ή τις άλλες ...
The inherent inclination of a living organism toward a particular behavior
Η έμφυτη τάση ένος ζωντανού οργανισμού προς μια συγκεκριμένη συμπεριφορά
The driving force which causes us to achieve goals
Η κινητήριος δύναμη που μας προκαλεί να επιτυγχάνουμε τους στόχους μας
The art of using language to communicate effectively and persuasively
Η τέχνη του να χρησιμοποιείς τη γλώσσα για να επικοινωνείς αποτελεσματικά και πειστικά