Terms and text shown below represent Niki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
An emotion characterized by feelings of disadvantage, loss, helplessness, sorrow, and rage. When sad, people often become outspoken, less energetic, and emotional.
Ένα συναίσθημα που χαρακτηρίζεται απο αισθήματα μειονεξίας, απώλειας, ανικανότητας, λύπης και θυμού Όταν οι άνθρωποι είναι θλιμένοι συχνά γίνονται ωμοί, λιγότερο δραστήριοι και συναισθηματικοί. ...
A condition in which memory is disturbed or lost
Μια κατάσταση στην οποία η μνήμη διαταράσσεται ή χάνεται
A dream that can cause a strong negative emotional response from the sleeper, typically fear and/or horror
Ένα όνειρο που μπορεί να προκαλέσει έντονη αρνητική συναισθηματική αντίδραση του ατόμου που κοιμάται, συνήθως φόβο και/ή τρόμο
A state of mind, one of unmanageable emotional excesses
Μια κατάσταση του μυαλού, ανυπάκουης συναισθηματικής υπερβολής
Can occur with any surgery when wounds are contaminated with micro-organisms such as bacteria or fungi. Most infections resulting from surgery appear within a few days to weeks after the operation. However, infection is possible at any time after surgery. ...
Μπορεί να προκληθεί από οποιαδήποτε επέμβαση όταν οι πληγές είναι μολυσμένες με μικρο-οργανισμούς όπως βακτηρίδια ή μύκητες. Οι περισσότερες μολύνσεις που προκαλούνται από επεμβάσεις εμφανίζονται μέσα σε λίγες μέρες μέχρι εβδομάδες μετά την επέμβαση. ...
A silky powder to lightly brush over foundation and help control shine and keep one's look fresh.
Μια μεταξένια πούδρα που απλώνεται απαλά πάνω από την κρέμα βάσης και βοηθάει στον έλεγχο λάμψης και διατηρεί μια φρέσκια όψη.
A product used primarily to give lips a glossy lustre and sometimes subtle color. It is distributed as a liquid or a soft solid.
Ένα προϊόν που χρησιμοποιείται αρχικά για να δώσει στα χείλια μια γυαλιστερή λάμψη και μερικές φορές απαλό χρώμα. Διανέμεται σε υγρό ή σε μαλακό ...
Long speech by a single actor. Similar to soliloquy. The speech is generally made by the actor as if speaking to himself and is revealing of his or her thoughts or feelings.
Μεγάλος σε μήκος λόγος από έναν ηθοποιό. Ο λόγος γίνεται γενικά από τον ηθοποιό σαν να μιλάει στον εαυτό του και αποκαλύπτει τις σκέψεις ή τα συναισθήματά του ή ...
A cosmetic used to enhance the eyes, darken, thicken, lengthen, and/or define the eyelashes.
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τα μάτια, να κάνει πιο σκούρες, πυκνές, μακριές, και/ή να ξεχωρίσειτις βλεφαρίδες.
A lotion, spray, gel or other topical product that absorbs or reflects some of the sun's ultraviolet (UV) radiation on the skin exposed to sunlight and thus helps protect against sunburn.
Μια λοσιόν, σπρέϋ, τζελ ή άλλο τοπικό προϊόν που απορροφάειή αντανακλάει μερική από την υπεριώδη (UV) ακτινοβολία από την εκτεθειμένη στον ήλιο επιδερμίδα και έτσι βοηθάει στην προστασία κατά του ηλιακού εγκαύματος. ...