Terms and text shown below represent Niki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
A type of eye make-up used in East Asia designed to change the "monolid" (eyelid without a crease). Eyelid glue is a water-soluble adhesive that can be easily removed.
Είδος μέικαπ για τα μάτια που χρησιμοποιείται στην Ανατολική Ασία σχεδιασμένη για να αλλάζει το 'μονό' βλέφαρο (βλέφαρο χωρίς πτυχή). Η κόλλα βλεφάρου είναι διαλυτή στο νερό που μπορεί εύκολα να αφαιρεθεί. ...
The area in a theatre upon which the play is performed. Traditionally a raised platform, but stages can also be at a level below a surrounding audience, as in theatres in the round.
Ο χώρος σε ένα θέατρο όπου διαδραματίζεται το έργο. Παραδοσιακά μια υπερηψωμένη πλατφόρμα, αν και μπορεί να είναι σε επίπεδο κάτω από το κοινό, όπως στα κυκλικά ...
A state of mind, one of unmanageable emotional excesses
Μια κατάσταση του μυαλού, ανυπάκουης συναισθηματικής υπερβολής
An irresistible urge to steal items of trivial value
Μια ακατάχητη παρόρμηση για κλέψιμο αντικειμένων ασήμαντης αξίας
A school which argues that pleasure is the only intrinsic good
Μια σχολή που υποστηρίζει οτι η ευχαρίστηση είναι το μόνο φυσικό αγαθό
An emotion characterized by feelings of disadvantage, loss, helplessness, sorrow, and rage. When sad, people often become outspoken, less energetic, and emotional.
Ένα συναίσθημα που χαρακτηρίζεται απο αισθήματα μειονεξίας, απώλειας, ανικανότητας, λύπης και θυμού Όταν οι άνθρωποι είναι θλιμένοι συχνά γίνονται ωμοί, λιγότερο δραστήριοι και συναισθηματικοί. ...
The art of using language to communicate effectively and persuasively
Η τέχνη του να χρησιμοποιείς τη γλώσσα για να επικοινωνείς αποτελεσματικά και πειστικά
The mental process of judging the merits of multiple options and selecting one of them
Η πνευματική διαδικασία της κρίσης των πλεονεκτημάτων πολλαπλών επιλογών και της επιλογής ένος εκ των οποίων
Session during which the director works with the cast and crew, preparing a play for production before an audience.
Περίοδος κατά την οποία ο σκηνοθέτης εργάζεται με τους ηθοποιούς και το συνεργείο, προετοιμάζοντας την παραγωγή ενός έργου μπροστά στο ...
A person who avoids or does not actively seek human interaction or prefers to be alone
Ένα άτομο που αποφεύγει ή δεν επιζητάει ενεργά την ανθρώπινη επικοινωνία ή προτιμάει να είναι μόνος