Terms and text shown below represent Niki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
A way to improve the appearance of the feet and the nails.
Ένας τρόπος για βελτίωση της εμφάνισης των ποδιών και των νυχιών.
A cosmetic used to define the eyes. It is applied around the contours of the eye, along and above the edges of the eyelids where the eyelashes grow. Often applied just on the outer half of the eye.
Καλλυντικό που χρησιμοποείται για να δώσει σχήμα στα μάτια. Εφαρμόζεται γύρω από το περίγραμμα των ματιών. κατα μήκος και πάνω από τις άκρες των βλρφάρων όπου βρίσκονται οι βλεφαρίδες. Συχνά εφαρμόζεται μόνο στο εξωτερικό μισό του ...
A feeling or emotion that causes attention to focus on an object or an event or a process
Μια αίσθηση ή ένα συναίσθημα που προκαλεί την συγκέντρωση της προσοχής σε ένα αντικείμενο ή ένα γεγονός ή μια διαδικασία
A sensitive skin is a thin or a fine-textured skin. It reacts quickly to both heat and cold; therefore, it sunburns and windburns easily. It is commonly dry, delicate and prone to allergic reactions. Temperature changes, some detergents, cosmetics and alcohol ...
Ευαίσθητη επιδερμίδα είναι η λεπτή ή λεπτής υφής επιδερμίδα. Αντιδρά άμεσα και στη ζέστη και στο κρύο, επομένως καίγεται εύκολα και από τον ήλιο και από τον αέρα. Είναι συνήθως ξηρό, εύθραυστο και επιρρεπές σε αλλεργικές αντιδράσεις. Αλλαγές θερμοκρασίας, ...
The art of using language to communicate effectively and persuasively
Η τέχνη του να χρησιμοποιείς τη γλώσσα για να επικοινωνείς αποτελεσματικά και πειστικά
The sociopsychological phenomenon of the manifestation of the same or similar hysterical symptoms by more than one person
Το κοινωνικο-ψυχολογικό φαινόμενο της εκδήλωσης ίδιων ή όμοιων υστερικών συμπτωμάτων σε περισσότερα από ένα άτομα
A cosmetic commonly used to enhance the eyes. It may darken, thicken, lengthen, and/or define the eyelashes.
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται συνήθως για να ενισχύσει τα μάτια. Μπορεί να κάνει πιο σκούρες, πιο παχές, πιο μακριές τις βλεφαρίδες, και/ή να τους δώσει ...
A type of eye make-up used in East Asia designed to change the "monolid" (eyelid without a crease). Eyelid glue is a water-soluble adhesive that can be easily removed.
Είδος μέικαπ για τα μάτια που χρησιμοποιείται στην Ανατολική Ασία σχεδιασμένη για να αλλάζει το 'μονό' βλέφαρο (βλέφαρο χωρίς πτυχή). Η κόλλα βλεφάρου είναι διαλυτή στο νερό που μπορεί εύκολα να αφαιρεθεί. ...
A product used primarily to give lips a glossy lustre and sometimes subtle color. It is distributed as a liquid or a soft solid.
Ένα προϊόν που χρησιμοποιείται αρχικά για να δώσει στα χείλια μια γυαλιστερή λάμψη και μερικές φορές απαλό χρώμα. Διανέμεται σε υγρό ή σε μαλακό ...
A lotion, spray, gel or other topical product that absorbs or reflects some of the sun's ultraviolet (UV) radiation on the skin exposed to sunlight and thus helps protect against sunburn.
Μια λοσιόν, σπρέϋ, τζελ ή άλλο τοπικό προϊόν που απορροφάειή αντανακλάει μερική από την υπεριώδη (UV) ακτινοβολία από την εκτεθειμένη στον ήλιο επιδερμίδα και έτσι βοηθάει στην προστασία κατά του ηλιακού εγκαύματος. ...