Terms and text shown below represent Niki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
A method of semi-permanent hair removal which removes the hair from the root. Almost any area of the body can be waxed, including eyebrows, face, bikini area, legs, arms, back, abdomen and feet
Μια μέθοδος ημι-μόνιμης αφαίρεσης τριχών που αφαιρεί τις τρίχες από τη ρίζα. Σχεδόν οποιαδήποτε περιοχή του σώματος μπορεί να αποτριχωθεί με κερί, περιλαμβανομένων των βλεφάρων, του προσώπου, της περιοχής του μπικίνι, των ποδιών, χεριών, πλάτης, κοιλιάς και ...
A cosmetic powder applied to the face to set a foundation after application.
Καλλυντική πούδρα που εφαρμόζεται στι πρόσωπο ως βάση μετα την εφαρμογή.
A cosmetic used to enhance the eyes, darken, thicken, lengthen, and/or define the eyelashes.
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τα μάτια, να κάνει πιο σκούρες, πυκνές, μακριές, και/ή να ξεχωρίσειτις βλεφαρίδες.
A cosmetic typically used by women to redden the cheeks so as to provide a more youthful appearance, and to emphasize the cheekbones.
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται συνήθως από γυναίκες για να κοκκινίζει τα μάγουλα ώστε να δίνει μια πιο νεανική εμφάνιση, και να τονίζει τα ...
The ability to confront fear, pain, risk/danger, uncertainty, or intimidation
Η ικανότητα να αντιμετωπίζεις φόβο, τον πόνο, κίνδυνο, αβεβαιότητα, ή τρόμο
A mental disorder characterized by a disintegration of the process of thinking and of emotional responsiveness
Μια πνευματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αποσύνθεση της διαδικασίας της σκέψης και της συναισθηματικής ανταπόκρισης
A dream that can cause a strong negative emotional response from the sleeper, typically fear and/or horror
Ένα όνειρο που μπορεί να προκαλέσει έντονη αρνητική συναισθηματική αντίδραση του ατόμου που κοιμάται, συνήθως φόβο και/ή τρόμο
A skin coloured cosmetic applied to the face to create an even, uniform colour to the complexion, and sometimes, to change the natural skintone.
Καλλυντικό χρωματισμού δέρματος που εφαρμόζεται στο πρόσωπο για να δημιουργήσει ένα ομοιόμορφο, ενιαίο χρώμα στην επιδερμίδα, και μερικές φορές, για να αλλάξει τον φυσικό τόνο του ...
The mental process of judging the merits of multiple options and selecting one of them
Η πνευματική διαδικασία της κρίσης των πλεονεκτημάτων πολλαπλών επιλογών και της επιλογής ένος εκ των οποίων
A type of social influence that aims to change the perception or behavior of others through underhanded, deceptive, or even abusive tactics
Ένα είδος κοινωνικής επιρροής που στοχεύει να αλλάξει την αντίληψη ή συμπεριφορά άλλων μέσα από ύπουλες, παραπλανητικές ή ακόμη και βίαιες ...