Terms and text shown below represent Niki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
Also referred to as a premarital agreement, this is a legal document that dictates how property and debt will be split should the parties decide to divorce at some future time.
Αναφέρεται και ως προγαμιαίο σύμβολο, είναι ένα νομικό έγγραφο που ορίζει πώς θα μοιραστούν η ιδιοκτησία και τα χρέη αν τα μέρη αποφασίσουν να χωρίσουν στο ...
A cosmetic in pencil form that is used to darken the eyebrow hairs.
Καλλυντικό σε μορφή μολυβιού που χρησιμοποιείται για να σκουραίνει τα φρύδια.
An emotion, which typically refers to the negative thoughts and feelings of insecurity, fear, and anxiety over an anticipated loss of something that the person values, such as a relationship, friendship, or love
Ένα συναίσθημα, το οπίο συνήθως αναφέρεται στις αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα ανασφάλειας, φόβου και άγχους για την αναμενόμενη απώλεια κάτι σημαντικού για κάποιον, όπως μιας σχέσης, φιλίας ή ...
A mental disorder characterized by an all-encompassing low mood accompanied by low self-esteem, and by loss of interest or pleasure in normally enjoyable activities
Μια πνευματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη κακή διάθεση συνοδευόμενη από χαμηλή αυτοεκτίμηση και χάζιμο του ενδιαφέροντος ή της ευχαρίστησης από κανονικά διασκεδαστικές δραδτηριότητες ...
A cosmetic powder applied to the face to set a foundation after application.
Καλλυντική πούδρα που εφαρμόζεται στι πρόσωπο ως βάση μετα την εφαρμογή.
An emotion characterized by feelings of disadvantage, loss, helplessness, sorrow, and rage. When sad, people often become outspoken, less energetic, and emotional.
Ένα συναίσθημα που χαρακτηρίζεται απο αισθήματα μειονεξίας, απώλειας, ανικανότητας, λύπης και θυμού Όταν οι άνθρωποι είναι θλιμένοι συχνά γίνονται ωμοί, λιγότερο δραστήριοι και συναισθηματικοί. ...
Formerly a medieval tale in mixed prose and verse describing marvelous adventures of a hero of chivalry, it later came to mean a short lyric poem.
Παλαιότερα, ήταν μεσαιωνική ιστορία με ανάμεικτο λόγο και στίχο που περιέγραπτε απίθανες ιπποτικές περιπέτειες του ήρωα. Αργότερα, κατέληξε να σημαίνει ένα μικρό λυρικό ...
The practice of using chemical substances in an attempt to lighten skin tone or provide an even skin complexion by lessening the concentration of melanin.
Η χρήση χημικών ουσιών στην προσπάθεια για άνοιγμα του τόνου του δέρματος ή για ομοιόμορφη επιδερμίδα μειώνοντας τη συγκέντρωση της μελανίνης. ...
A type of makeup used to mask acnes, dark circles and other small blemishes visible on the skin. Unlike foundation, concealers tend to be more heavily pigmented only applied to certain parts, whereas foundation is usually applied to larger areas.
Είδος καλλυντικού που χρησιμοποιείται για να καλύψει την ακμή, τους μαύρους κύκλους και άλλα στίγματα ορατά στο δέρμα. Σε αντίθεση με τη βάση, τα concealer τείνουν να έχουν πιο βαριά σύνθεση και να εφαρμόζονται μόνο σε συγκεκριμένα σημεία, ενώ η βάση συνήθως ...
A mass movement that started in Spain in May 2011 to protest against economic injustice as the impact of Spain's deepest economic crisis in decades created record high unemployment and led to a series of government's austerity measures. Relying heavily on ...
Μαζικό κίνημα που ξεκίνησε στην Ισπανία τον Μάϊο του 2011 για τη διαμαρτυρία κατά της οικονομικής αδικίας καθώς το αντίκτυπο της μεγαλύτερης για δεκαετίες οικονομικής κρίσης στην Ισπανία δημιούργησε πρωτοφανές ποσοστό ανεργίας και οδήγησε σε μια σειρά από ...