Terms and text shown below represent Niki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
A cosmetic commonly used to enhance the eyes. It may darken, thicken, lengthen, and/or define the eyelashes.
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται συνήθως για να ενισχύσει τα μάτια. Μπορεί να κάνει πιο σκούρες, πιο παχές, πιο μακριές τις βλεφαρίδες, και/ή να τους δώσει ...
A product used to remove the makeup products applied on the skin. It is used for cleaning the skin for other procedures, like applying any type of lotion at evening before the person goes to sleep.
Προϊόν που χρησιμοποιείται για να αφαιρεί τα προϊόντα μέικαπ που εφαρμόζονται στο δέρμα. Χρησιμοποιείται για να καθαρίζει το δέρμα για άλλες διαδικασίες, όπως την εφαρμογή οποιουδήποτε τύπου λοσιόν το βράδυ πριν τον ...
Acquiring new knowledge, behaviors, skills, values, or preferences and may involve synthesizing different types of information
Απόκτηση νέων γνώσεων, συμπεριφορών, ικανοτήτων, αξιών, ή προτιμήσεων και μπορεί να περιλαμβάνει διαφορετικά είδη πληροφοριών
A dream that can cause a strong negative emotional response from the sleeper, typically fear and/or horror
Ένα όνειρο που μπορεί να προκαλέσει έντονη αρνητική συναισθηματική αντίδραση του ατόμου που κοιμάται, συνήθως φόβο και/ή τρόμο
A sensitive skin is a thin or a fine-textured skin. It reacts quickly to both heat and cold; therefore, it sunburns and windburns easily. It is commonly dry, delicate and prone to allergic reactions. Temperature changes, some detergents, cosmetics and alcohol ...
Ευαίσθητη επιδερμίδα είναι η λεπτή ή λεπτής υφής επιδερμίδα. Αντιδρά άμεσα και στη ζέστη και στο κρύο, επομένως καίγεται εύκολα και από τον ήλιο και από τον αέρα. Είναι συνήθως ξηρό, εύθραυστο και επιρρεπές σε αλλεργικές αντιδράσεις. Αλλαγές θερμοκρασίας, ...
A method of semi-permanent hair removal which removes the hair from the root. Almost any area of the body can be waxed, including eyebrows, face, bikini area, legs, arms, back, abdomen and feet
Μια μέθοδος ημι-μόνιμης αφαίρεσης τριχών που αφαιρεί τις τρίχες από τη ρίζα. Σχεδόν οποιαδήποτε περιοχή του σώματος μπορεί να αποτριχωθεί με κερί, περιλαμβανομένων των βλεφάρων, του προσώπου, της περιοχής του μπικίνι, των ποδιών, χεριών, πλάτης, κοιλιάς και ...
A cosmetic used by women in Egypt and Arabia to darken the edges of their eyelids.
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται από γυναίκες στην Αίγυπτο και την Αραβία για να σκουρύνουν τις άκρες των βλεφάρων τους.
Formal ending of a marriage through legal means while both parties are still alive.
Επίσημη κατάληξη ενός γάμου με νομικά μέσα εφόσον και τα δύο μέρη είναι εν ζωή.
A type of eye make-up used in East Asia designed to change the "monolid" (eyelid without a crease). Eyelid glue is a water-soluble adhesive that can be easily removed.
Είδος μέικαπ για τα μάτια που χρησιμοποιείται στην Ανατολική Ασία σχεδιασμένη για να αλλάζει το 'μονό' βλέφαρο (βλέφαρο χωρίς πτυχή). Η κόλλα βλεφάρου είναι διαλυτή στο νερό που μπορεί εύκολα να αφαιρεθεί. ...
Expression, statement (or sometimes behavior) which is considered degrading and offensive
Έκφραση, δήλωση (ή μερικές φορές συμπεριφορά) που θεωρείται υποβισβαστική και προσβλητική