Terms and text shown below represent Athena23’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
current that flows to charge a capacitor or battery when voltage is applied
Ρεύμα το οποίο ρέει για την φόρτιση ενός πυκνωτή ή μπαταρίας όταν εφαρμόζεται τάση
a class of drugs that allows more levodopa to cross the blood-brain barrier by blocking enzymes that break down levodopa in the peripheral bloodstream
Κατηγορία φαρμάκων που επιτρέπει να διασχίσει το φράγμα αίματος- εγκεφάλου περισσότερη λεβοντόπα, αναστέλλοντας τα ένζυμα που την διασπούν στην περιφερική ροή ...
the electric charge per unit area or per unit volume of a body or of a region of space
Το ηλεκτρικό φορτίο ανά μονάδα επιφάνειας ή ανά μονάδα όγκου ενός σώματος ή μίας περιοχής του χώρου
refers to battery status or charge level - state of reduced energy of a battery that requires battery replacement
Αναφέρεται στην κατάσταση της μπαταρίας ή στο επίπεδο φόρτισης της μειωμένης ενέργειας μπαταρίας που χρειάζεται αντικατάσταση
belt designed to hold the charging antenna in contact with the patient's skin during a charging session
Ζώνη σχεδιασμένη για να κρατάει την κεραία φόρτισης σε επαφή με το δέρμα του ασθενούς κατά την συνεδρία φόρτισης
amount of energy in a device that is available for therapy (there is a certain amount of energy present in the device that is not available for therapy)
Η ποσότητα ενέργειας σε μία συσκευή που διατίθεται για την θεραπεία (υπάρχει μία ορισμένη ποσότητα προϋπάρχουσας ενέργειας στην συσκευή η οποία δεν είναι διαθέσιμη για την ...
long-term infusion to treat a chronic (long duration) condition
Μακροπρόθεσμη έγχυση για την θεραπεία χρόνιας (μακράς διαρκείας) πάθησης
indication of the strength of the charging signal from the recharger to the neurostimulator
Ένδειξη της δύναμης του σήματος φόρτισης από τον επαναφορτιστή του νευροδιεγέρτη
a permanently mounted female electrical fitting that contains the live parts of the circuit
Ένα μόνιμα συνδεδεμένο θηλυκό ηλεκτρικό εξάρτημα που περιέχει τα ζωντανά μέρη του κυκλώματος
diaphragm or system of diaphragms made of an absorbing material, designed to define and restrict the dimensions and direction of a beam of radiation
Το διάφραγμα ή ένα σύστημα διαφραγμάτων που προέρχονται από ένα απορροφητικό υλικό, σχεδιασμένο να καθορίζει και να περιορίζει τις διαστάσεις και την κατεύθυνση μίας δέσμης ακτινοβολίας ...