Terms and text shown below represent ChrysanthiPantelidaki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
unemployment caused by changes in the structure of occupational, opportunities, such as when a steel factory closes and the number of steelworker jobs declines.
ανεργία που προκαλείται από τις αλλαγές στη δομή των επαγγελματικών ευκαιριών, όπως για παράδειγμα, όταν ένα χαλυβουργείο κλείνει και ο αριθμός θέσεων εργασίας των εργατών χαλυβουργίας μειώνεται. ...
Inability of an individual or company to pay debts as they fall due.
Η αδυναμία ενός ατόμου ή μιας εταιρείας να εξοφλήσει τις οφειλές του καθώς καθίστανται ληξιπρόθεσμες.
A political party founded in 1874 to promote the issuance of legal tender paper currency not backed by precious metals in order to inflate the money supply and relieve the suffering of people hurt by the era's deflation, most of its members merged with the ...
Πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε το 1874 για να προωθήσει την έκδοση νόμιμου χαρτονομίσματος που να μην υποστηρίζεται από πολύτιμα μέταλλα με στόχο να αυξήσει την προσφορά χρήματος και να προσφέρει διέξοδο στην απόγνωση του πληθυσμού που πληττόταν από τον ...
The treaty that ended World War I.
Η συνθήκη που τερμάτισε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
In economics, a monopoly exists when a specific individual or an enterprise is the only supplier of a particular kind of product or service.
Στα οικονομικά, ένα μονοπώλιο υπάρχει όταν ένα συγκεκριμένο άτομο ή μια επιχείρηση είναι ο μοναδικός προμηθευτής ενός συγκεκριμένου είδους προϊόντος ή υπηρεσίας. ...
Fanatical patriotism, blind devotion to and belief in the superiority of one's group.
Φανατικός πατριωτισμός, τυφλή αφοσίωση και πίστη στην ανωτερότητα της ομάδας στην οποία κάποιος ανήκει.
Organized body of individuals who share some goals and try to influence public policy to meet those goals.
Οργανωμένο σύνολο προσώπων που μοιράζεται κάποιους στόχους και προσπαθεί να επηρεάσει τη δημόσια πολιτική για την επίτευξη των στόχων ...
Belief that individuals are naturally endowed with basic human rights; those rights that are so much a part of human nature that they cannot be taken away or given up, as opposed to rights conferred by law. The Declaration of Independence states that these ...
Η πίστη ότι τα άτομα είναι από τη φύση προικισμένα με βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτά αποτελούν σε τέτοιο βαθμό μέρος της ανθρώπινης φύσης έτσι ώστε να μη μπορούν να αφαιρεθούν ή να ανακληθούν, σε αντίθεση με τα δικαιώματα που απορρέουν από το ...
Agreement among all the people in a society to give up part of their freedom to a government in return for protection of their natural rights. A theory developed by Locke to explain the origin of legitimate government.
Συμφωνία μεταξύ όλων των μελών μιας κοινωνίας να εγκαταλείψουν μέρος της ελευθερίας τους προς όφελος μιας κυβέρνησης με αντάλλαγμα την προστασία των φυσικών δικαιωμάτων τους. Μια θεωρία που αναπτύχθηκε από τον Λοκ για να εξηγήσει την προέλευση της νόμιμης ...
President Ronald Reagan's 1985 pledge of American aid to insurgent movements attempting to overthrow Soviet back regimes in the Third World.
Δέσμευση που εξήγγειλε το 1985 ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν με την οποία υποσχόταν αμερικανική βοήθεια σε επαναστατικά κινήματα που επιχειρούσαν να ανατρέψουν φιλοσοβιετικά καθεστώτα στον Τρίτο ...