Terms and text shown below represent ChrysanthiPantelidaki’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
The Western word for the religious beliefs and practices of the majority of the people of India.
Η δυτική λέξη για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές της πλειοψηφίας του λαού της Ινδίας.
Form of government in which power is held by the people and exercised indirectly through elected representatives who make decisions.
Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η εξουσία ανήκει στο λαό και ασκείται έμμεσα μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων που λαμβάνουν τις αποφάσεις.
Organized body of individuals who share some goals and try to influence public policy to meet those goals.
Οργανωμένο σύνολο προσώπων που μοιράζεται κάποιους στόχους και προσπαθεί να επηρεάσει τη δημόσια πολιτική για την επίτευξη των στόχων ...
A massive foreign aid program to Western Europe of $17 billion over four years, beginning in 1948. Named after Secretary of State George Marshall, the program restored economic prosperity to the region and stabilized its system of democracy and capitalism.
Μαζικό πρόγραμμα ξένης βοήθειας προς τη Δυτική Ευρώπη ύψους 17 δισ. δολαρίων αποδεσμευμένων σε διάστημα τεσσάρων ετών, που εγκαινιάστηκε το 1948. Το πρόγραμμα, που πήρε το όνομά του από τον υπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ, αποκατέστησε την οικονομική ...
An economic system built on the assumption that the world's supply of wealth is fixed and that nations must export more goods than they import to assure a steady supply of gold and silver into national coffers. Mercantile thinkers saw the inflow of such ...
Οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην υπόθεση ότι ο παγκόσμιος διαθέσιμος πλούτος είναι σταθερός και ότι τα έθνη πρέπει να εξάγουν περισσότερα αγαθά απ' όσα εισάγουν έτσι ώστε να εξασφαλίζουν σταθερή προμήθεια από χρυσό και άργυρο στα εθνικά θησαυροφυλάκια. Οι ...
Inability of an individual or company to pay debts as they fall due.
Η αδυναμία ενός ατόμου ή μιας εταιρείας να εξοφλήσει τις οφειλές του καθώς καθίστανται ληξιπρόθεσμες.
Form of government in which political control is exercised by all the people, either directly or through their elected representatives.
Μορφή διακυβέρνησης στην οποία ο πολιτικός έλεγχος ασκείται από το σύνολο του λαού, είτε άμεσα είτε μέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων του.
In this 1823 statement of American foreign policy, President James Monroe declared that the United States would not allow European powers to create new colonies in the Western Hemisphere or to expand the boundaries of existing colonies.
Με αυτή τη δήλωση εξωτερικής πολιτικής ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζέιμς Μονρόε διακήρυξε το 1823 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επιτρέψουν στις ευρωπαϊκές δυνάμεις να δημιουργήσουν νέες αποικίες στο δυτικό ημισφαίριο ή να επεκτείνουν τα σύνορα των υφιστάμενων ...
unemployment caused by changes in the structure of occupational, opportunities, such as when a steel factory closes and the number of steelworker jobs declines.
ανεργία που προκαλείται από τις αλλαγές στη δομή των επαγγελματικών ευκαιριών, όπως για παράδειγμα, όταν ένα χαλυβουργείο κλείνει και ο αριθμός θέσεων εργασίας των εργατών χαλυβουργίας μειώνεται. ...
Agreement among all the people in a society to give up part of their freedom to a government in return for protection of their natural rights. A theory developed by Locke to explain the origin of legitimate government.
Συμφωνία μεταξύ όλων των μελών μιας κοινωνίας να εγκαταλείψουν μέρος της ελευθερίας τους προς όφελος μιας κυβέρνησης με αντάλλαγμα την προστασία των φυσικών δικαιωμάτων τους. Μια θεωρία που αναπτύχθηκε από τον Λοκ για να εξηγήσει την προέλευση της νόμιμης ...