Terms and text shown below represent ILACHANIS’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
An circuit is a closed path formed by the interconnection of electronic components through which an electric current can flow.
Ένα κύκλωμα είναι μία κλειστή διαδρομή που σχηματίζεται από τη διασύνδεση ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, μέσω των οποίων μπορεί να ρέει ένα ηλεκτρικό ...
The level of current that can flow if a short circuit is applied to a voltage source.
Η στάθμη ρεύματος που μπορεί να ρέει, αν ένα βραχυκύκλωμα εφαρμοστεί σε μία πηγή τάσης.
Focus hold mode that can be automatically readjusted as required by the user (One-push AF Trigger) assuming that the required subject is within the focusing limits of the camera lens.
Λειτουργία συγκράτησης εστίασης, που μπορεί να επαναρυθμιστεί αυτόματα όπως απαιτείται από το χρήστη (διακόπτης AF με το πάτημα ενός κουμπιού), υποθέτοντας ότι το απαραίτητο αντικείμενο βρίσκεται εντός των ορίων εστίασης του φακού ...
A device which acts as an adapter between certain types of media (fiber, coax, 10base-T) and the data jack on the wall.
Μια συσκευή που ενεργεί ως προσαρμογέας μεταξύ ορισμένων τύπων μέσων (ίνες, ομοαξονικό, 10base-T) και της υποδοχής δεδομένων στον τοίχο.
The maximum level that can be measured. For example, in an analog input circuit the maximum allowable voltage or current level is called full scale because any increase beyond that level cannot be measured.
Το μέγιστο επίπεδο που μπορεί να μετρηθεί. Για παράδειγμα, σε ένα αναλογικό κύκλωμα εισόδου, το μέγιστο αποδεκτό επίπεδο τάσης ή ρεύματος ονομάζεται πλήρης κλίμακα, καθώς οποιαδήποτε αύξηση πέρα από αυτό το επίπεδο δεν μπορεί να ...
A cable that's enclosed by one or more layers of a conducting polymer, which redirects electrical noise away from the cable's internal wire. The shielding prevents electromagnetic radiation from interfering with the signal passing through the cable.
Ένα καλώδιο που περιβάλλεται από ένα ή περισσότερα στρώματα αγώγιμου πολυμερούς, το οποίο ανακατευθύνει τον ηλεκτρικό θόρυβο μακριά από το εσωτερικό σύρμα του καλωδίου. Η θωράκιση αποτρέπει την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία από το να παρεμβάλλεται με το σήμα ...
In electronics, a linear regulator is a voltage regulator based on an active device (such as a bipolar junction transistor, field effect transistor or vacuum tube) operating in its "linear region"
Στην ηλεκτρονική, ο γραμμικός ρυθμιστής είναι ένας ρυθμιστής τάσης που βασίζεται σε μία ενεργή συσκευή (όπως ένα διπολικό τρανζίστορ διασταύρωσης, τρανζίστορ επίδρασης πεδίου ή σωλήνας κενού), που λειτουργεί στη \"γραμμική περιοχή\" ...
A device that disconnects capacitor operation from power distribution system in the event of excessive current.
Μία συσκευή που αποσυνδέει τη λειτουργία πυκνωτή από ένα σύστημα διανομής ισχύος στην περίπτωση υπερβολικού ρεύματος.
The ratio of the applied voltage to the total current between two electrodes in contact with a specific insulator.
Ο λόγος της εφαρμοσμένης τάσης προς το συνολικό ρεύμα, μεταξύ δύο ηλεκτροδίων σε επαφή με ένα συγκεκριμένο μονωτή.
An I/O module that uses 16 bits (1 word) of input and/or output image area.
Μία μονάδα I/O που χρησιμοποιεί 16 bit (1 λέξη) περιοχής εικόνας εισόδου και/ή εξόδου.