Terms and text shown below represent ILACHANIS’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
A person who controls a machine or system, such as a computer or telephone switchboard.
Ένα άτομο που ελέγχει μία μηχανή ή σύστημα, όπως ένας υπολογιστής ή τηλεφωνικός πίνακας.
A list in which each item or block of text is preceded by a number.
Μία λίστα στην οποία κάθε στοιχείο ή μπλοκ κειμένου ακολουθεί έναν αριθμό.
The r.m.s. value of the symmetrical component of the through fault current up to which the protection system remains stable.
Η τιμή r.m.s. συμμετρικού στοιχείου του ρεύματος σφάλματος, μέχρι την οποία το σύστημα προστασίας παραμένει σταθερό.
A voltage above the normal operating voltage of a device or circuit. In a dielectric withstand test, capacitors are overvoltage-tested (Hi-potted) at 1.5X or 2X its rated voltage to assure quality and workmanship.
Μία τάση πάνω από τη φυσιολογική τάση λειτουργίας μίας συσκευής ή κυκλώματος. Σε μία δοκιμή διηλεκτρικής αντοχής, οι πυκνωτές δοκιμάζονται σε υπέρταση σε 1,5X ή 2X της τάσης βαθμονόμησης, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα και κατασκευή. ...
Form of electromagnetic interference that can be radiated through the air.
Μορφή ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών που μπορεί να ακτινοβολούνται μέσω του αέρα.
For DC circuits, a way of joining batteries, electrical devices and wires in such a way that positive leads are connected to negative leads. This is generally done to increase voltage.
Για κυκλώματα DC, ένας τρόπος σύνδεσης μπαταριών, ηλεκτρικών συσκευών και συρμάτων, με τον οποίο θετικοί αγωγοί συνδέονται στους αρνητικούς αγωγούς. Αυτό γενικά πραγματοποιείται για την αύξηση της ...
A high speed direct connection to the campus network and, through the campus network, to the Internet. An ethernet card, installed in the local computer, is required to complete the connection to the network.
Άμεση επικοινωνία υψηλής ταχύτητας με το δίκτυο της πανεπιστημιούπολης και, μέσω αυτού του δικτύου, με το Διαδίκτυο. Μία κάρτα ethernet, εγκατεστημένη στον τοπικό υπολογιστή, απαιτείται για την ολοκλήρωση της σύνδεσης με το ...
A unit of electrical resistance defined as the resistance of a circuit with a voltage of one volt and a current flow of one ampere.
Μονάδα ηλεκτρικής αντίστασης που ορίζεται ως η αντίσταση ενός κυκλώματος με τάση ίση με ένα volt και ροή ρεύματος ένα αμπέρ.
The runtime portion of a J2EE product. A J2EE server provides EJB or Web containers or both.
Το τμήμα χρόνου εκτέλεσης ενός προϊόντος J2EE. Ένας διακομιστής J2EE παρέχει δοχεία EJB ή Ιστού ή αμφότερα.
A virtual field of an entity bean that has container-managed persistence; it is stored in a database.
Ένα εικονικό πεδίο ενός φασολιού οντότητας που διαθέτει διατήρηση διαχείρισης κοντέινερ. Αποθηκεύεται σε μία βάση δεδομένων.