Terms and text shown below represent Georgia’s contributions to TermWiki.com, a free terminology website and knowledge resource for the translation community.
Structures in which people are housed, individually or collectively.
Κτίσματα στα οποία στεγάζονται οι άνθρωποι, ατομικά ή συλλογικά.
An office is generally a room or other area in which people work, but may also denote a position within an organization with specific duties attached to it.
Ένα γραφείο είναι γενικά ένα δωμάτιο ή άλλος χώρος στον οποίο εργάζονται οι άνθρωποι, αλλά μπορεί επίσης να σηματοδοτεί μια θέση σε κάποιο οργανισμό που συνδέεται με συγκεκριμένα καθήκοντα. ...
The goal of efforts to reduce the amount of energy required to provide products and services : local end eco-friendly material, tight building design, including energy-efficient windows, well-sealed doors, additional thermal insulation of walls and roof, ...
Ο στόχος των προσπαθειών για τη μείωση του ποσού της ενέργειας που απαιτείται για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών: ντόπια υλικά, φιλικά προς το περιβάλλον, στεγανός σχεδιασμός κτιρίων που περιλαμβάνει: ενεργειακώς αποδοτικά παράθυρα, καλά σφραγισμένα ...
Used to refer to goods considered to inflict minimal or no harm on the environment.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει υλικά που θεωρούνται ότι προκαλούν ελάχιστη ή μηδενική βλάβη στο περιβάλλον.
A contest for some prize, honor, or advantage. In the building industry an architecture competition is a contest between architects to obtain a prize for the conceptual work or an order to make a building.
Ένας διαγωνισμός για κάποιο βραβείο, τιμητική διάκριση, ή όφελος. Στην οικοδομική βιομηχανία ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός είναι ένας διαγωνισμός μεταξύ αρχιτεκτόνων με τίμημα ένα βραβείο ή μια ανάθεση ...
A craftsman who works with stone, brick, concrete. Masonry is commonly used for the walls of buildings, retaining walls and monuments
Ένας τεχνίτης που δουλεύει με πέτρα, τούβλο, μπετόν. Η τοιχοποιία συνήθως χρησιμοποιείται σε τοίχους κτιρίων, τοίχους αντιστήριξης και σε ...
It is said of a building, an environment or a landscape that does exist, is currently present and that the architect has to deal with.
Λέγεται για ένα κτίριο, ένα περιβάλλον ή μια διαμόρφωση που ήδη υφίσταται, είναι υπαρκτό, και με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί ο αρχιτέκτονας.
Lighting is the deliberate application of light to achieve some aesthetic or practical effect. Lighting includes use of both artificial light sources such as lamps and natural illumination of interiors from daylight.
Ο φωτισμός είναι η εσκεμμένη εφαρμογή του φωτός με σκοπό να επιτευχθεί κάποιο αισθητικό ή πρακτικό αποτέλεσμα. Ο φωτισμός περιλαμβάνει τη συνδυασμένη χρήση τεχνιτών πηγών φωτός όπως λάμπες, αλλά και τον φυσικό φωτισμό των εσωτερικών χώρων από το φυσικό ...
Commercial organisation that provides a set of services in architecture. It oftens gathers several architects.
Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες.
The act of protecting something by surrounding it with material that reduces or prevents the transmission of sound or heat or electricity. The material for this purpose.
Η πράξη με την οποία προστατεύουμε κάτι, τυλίγοντάς το με υλικό που μειώνει ή προλαμβάνει τη μετάδοση του ήχου ή της θερμότητας ή του ηλεκτρισμού. Το υλικό που προορίζεται για το σκοπό αυτό ονομάζεται ...